-
1 ωρυομαι
1) реветь, выть(κύνες ὠρύονται Theocr. λύκοι ὠρυόμενοι Plut.)
θαλάσσης ὠρῦον κῦμα (act. = med.) Anth. — ревущие морские волны;ὠ. οἴκτιστον ἐπί τινι Luc. — жалобно выть по ком-л.2) ( о людях) вопить, выть Pind.3) с воем оплакивать(τινα Theocr.)
См. также в других словарях:
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek